- μιαρῷ
- μιαρόςstainedmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιαρώ — μιαρός stained masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέξειμι — ἐπέξειμι (Α) [έξειμι] 1. κάνω επιδρομή εναντίον τού εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», Θουκ.) 2. ξεφεύγω 3. παίρνω εκδίκηση 4. κάνω μήνυση («ὅπως ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», Δημοσθ.) 5. εκδικούμαι, τιμωρώ («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek